Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτωτήρα η [fortotíra] Ο25 : ο φορτωτήρας.
[< φορτωτήρας μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ., μτφρδ. γαλλ. chargeuse]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτωτήρας ο [fortotíras] Ο2 : μηχάνημα για φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων, ιδίως σε πλοία.
[λόγ. φορτω- (δες φορτώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. loader]



