Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορτσάρισμα το [fortsárizma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φορτσάρω: Ο ΠAΟK με ένα ξαφνικό ~ βρέθηκε στην κορυφή της βαθμολογίας.
[φορτσαρισ- (φορτσάρω) -μα]



