Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φορτιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορτιστής ο [fortistís] Ο7 : συσκευή που φορτίζει μπαταρίες, συσσωρευτές: ~ κινητού τηλεφώνου.

[λόγ. φορτισ- (φορτίζω) -τής μτφρδ. αγγλ. charger]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go