Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορμόλη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμόλη η [formóli] Ο30α : χημική ουσία σε υγρή μορφή, που χρησιμοποιείται κυρίως ως απολυμαντικό. Tο χειρουργείο / το νοσοκομείο μύριζε ~.

[λόγ. < γαλλ. form(ol) -όλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες