Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φορμαλιστής ο [formalistís] Ο7 θηλ. φορμαλίστρια [formalístria] Ο27 : αυτός που ακολουθεί, που υιοθετεί το φορμαλισμό ως τρόπο σκέψης, έκφρασης και συμπεριφοράς: Είναι ~ και δεν ανοίγεται στο καινούριο και στο ασυνήθιστο. Οι Ρώσοι φορμαλιστές δημιούργησαν σχολή στη λογοτεχνική κριτική. Bασικό στοιχείο των φορμαλιστών είναι ο υπερτονισμός της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο.
[λόγ. < γαλλ. formaliste (-iste = -ιστής)· λόγ. φορμαλισ(τής) -τρια]



