Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορμαλισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φορμαλισμός ο [formalizmós] Ο17 : υπερτονισμός της μορφής, του τύπου, των εξωτερικών χαρακτηριστικών (με αντίστοιχη υποβάθμιση της ουσίας, του περιεχομένου). 1. επιστημονική, φιλοσοφική, ηθική θεώρηση, που υποστηρίζει την αποκλειστική προτεραιότητα, κυριαρχία των μορφών, των εξωτερικών χαρακτηριστικών, των τυπικών αρχών και σχέσεων σε αντίθεση προς το περιεχόμενο: Tα μαθηματικά, σύμφωνα με το φορμα λισμό, είναι επιστήμη καθαρά τυπικών δομών. Ο ~ στη θρησκευτική σκέ ψη συνίσταται στην τήρηση εξωτερικών θρησκευτικών μορφών και κανόνων. 2α. (τέχνη, λογοτ.) αισθητική θεωρία κατά την οποία τα μορφικά στοιχεία (χρώμα, στιλ, ήχος κτλ.) κυριαρχούν απόλυτα και συνιστούν το έργο τέχνης (με αντίστοιχη υποβάθμιση του περιεχομένου): Ο ~ χάνεται στην αφαίρεση και στην αοριστολογία. Ο ρωσικός ~ των αρχών του εικοστού αιώνα. β. αυστηρή προσήλωση σε παραδοσιακούς ή προδιαγεγραμμένους κανόνες και μεθόδους: Ο ~ του δεν τον άφησε να ανοιχτεί στα καινούρια ρεύματα της λογοτεχνίας. 3. πρακτική, συμπεριφορά, τρόπος ζωής προσκολλημένος σε παραδοσιακούς κανόνες και τύπους: Οι νέοι άνθρωποι απομακρύνονται από το φορμαλισμό της κοινωνίας και είναι αυθόρμητοι και εικονοκλάστες. Ο ~ της αγγλικής κοινωνίας διατηρείται ακόμα στις μέρες μας.

[λόγ. < γαλλ. formalisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες