Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φονικό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φονικό το [fonikó] Ο38 : (οικ.) φόνος: Όλοι ταράχτηκαν μόλις μαθεύτηκε το ~. Έγινε μεγάλο ~, σκοτώθηκαν πολλοί (συνήθ. σε συμπλοκή).

[εν. του αρχ. φονικά, τά (ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. φονικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φονικός -ή -ό [fonikós] Ε1 : που προκαλεί, επιφέρει το θάνατο, που σκοτώνει: Φονικά όπλα / όργανα. Φονική μάχη / σύγκρουση, κατά την οποία σκοτώνονται πολλοί. || Φονικό βλέμμα, γεμάτο μίσος και κακία.

[λόγ. < αρχ. φονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες