Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φολκλορικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φολκλορικός -ή -ό [folklorikós] Ε1 : που αναφέρεται, που αφορά ή που βασίζεται στο φολκλόρ: Φολκλορικά στοιχεία στη μουσική. Φολκλορική βραδιά. Φολκλορικά μπαλέτα / τραγούδια. φολκλορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. folklorique (-ique = -ικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go