Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φολκλορικός -ή -ό [folklorikós] Ε1 : που αναφέρεται, που αφορά ή που βασίζεται στο φολκλόρ: Φολκλορικά στοιχεία στη μουσική. Φολκλορική βραδιά. Φολκλορικά μπαλέτα / τραγούδια.
φολκλορικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. folklorique (-ique = -ικός)]



