Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φοιτηταριό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοιτηταριό το [fititarjó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (προφ., συνήθ. μειωτ.) α. μεγάλος αριθμός, πλήθος φοιτητών. β. το σύνολο των φοιτητών· φοιτητόκοσμος.

[φοιτητ(ής) -αριό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go