Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φοδράρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φοδράρισμα το [foδrárizma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φοδράρω. 2. η εσωτερική επένδυση ιδίως των ρούχων.

[φοδραρισ- (φοδραρίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go