Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλόμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλόμος ο [flómos] Ο18 : 1. κοινή ονομασία διάφορων φυτών. 2. η ναρκωτική ουσία που παράγεται από το φλόμο.

[ελνστ. φλόμος ὁ (αρχ. )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες