Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φλόκος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλόκος ο [flókos] Ο18 : (ναυτ.) μεγάλο τριγωνικό πανί της πλώρης ιστιοφόρου πλοίου.

[ιταλ. flocco (από τα ολλανδ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go