Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φλόγισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλόγισμα το [flójizma] Ο49 : (κυρ. μτφ.) η απόκτηση του χρώματος και της θερμότητας της φλόγας, το αποτέλεσμα του φλογίζω, το αναψοκοκκίνισμα: Tο ~ στα μάγουλά του φανέρωνε τη συναισθηματική του ταρα χή.

[φλογισ- (φλογίζω) -μα (διαφ. το ελνστ. φλόγισμα `φουσκάλα΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go