Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φλούδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλούδι το [flúδi] Ο44 : το εξωτερικό περίβλημα καρπών· (πρβ. φλούδα): Tρώει τα σπόρια με τα φλούδια.

[μσν. φλούδι(ον) υποκορ. του ελνστ. φλοῦς (αρχ. φλοιός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go