Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλου [flú] Ε (άκλ.) : για κτ. ασαφές, αόριστο, ακαθόριστο, σε εκκρεμότη τα, μη συγκεκριμένο: H κατάσταση / η υπόθεση είναι (ακόμα) ~. Δώσαμε ένα ραντεβού ~. || H εικόνα / η φωτογραφία είναι ~, δεν είναι καθαρή, δεν είναι καλά εστιασμένη. (επιρρ. έκφρ.) έτσι, στο ~, αόριστα: Είπαμε έτσι, στο ~ να βρεθούμε.
[λόγ. < γαλλ. flou]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλούδα η [flúδa] Ο25 : το εξωτερικό στρώμα, το περίβλημα του κορμού των δέντρων (γενικότ. των φυτών) και των περισσότερων καρπών· φλοιός· (πρβ. φλούδι): H ~ του καρπουζιού / του πεπονιού / του μήλου / του πορτοκαλιού / της μπανάνας / του αμύγδαλου. Kαρπούζι με χοντρή / ψιλή ~. Έφαγε το πεπόνι και πέταξε τις φλούδες στη θάλασσα.
[μσν. φλούδα < φλούδ(ι) μεγεθ. -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλούδι το [flúδi] Ο44 : το εξωτερικό περίβλημα καρπών· (πρβ. φλούδα): Tρώει τα σπόρια με τα φλούδια.
[μσν. φλούδι(ον) υποκορ. του ελνστ. φλοῦς (αρχ. φλοιός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλουρί το [flurí] Ο43 : 1. χρυσό νόμισμα του Bυζαντίου. 2. κάθε παλιό χρυ σό νόμισμα: Ένα σακούλι φλουριά. Έγινε (κίτρινος) σαν (το) ~, χλώμια σε. 3. απομίμηση του φλουριού, το νόμισμα της βασιλόπιτας: Tου έπεσε το ~, του έτυχε το νόμισμα της βασιλόπιτας. 4. κόσμημα από φλουριά ή απομιμήσεις φλουριών: Ο λαιμός της ήταν φορτωμένος στα φλουριά.
[μσν. φλουρί(ον) < φλωρίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [l] ) < μσνλατ. flor(enus) -ίον (από το Florentia, λατ. όν. της Φλωρεντίας, δες και στο φιορίνι)]



