Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλογερός -ή -ό [flojerós] Ε1 : (κυρ. μτφ.) που είναι πολύ έντονος, ζωηρός, θερμός: ~ πατριωτισμός. Φλογερά λόγια. ~ έρωτας, έντονος, παρά φορος. Φλογερές ματιές, έντονα ερωτικές. Kαλλιτέχνης με φλογερό ταμπεραμέντο. ~ εραστής.
φλογερά ΕΠIΡΡ. [λόγ.(;) < αρχ. φλογερός]



