Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλαμπέ [flambé] Ε (άκλ.) : για έδεσμα που το περιχύνουν με αλκοολούχο ποτό, το ανάβουν και το σερβίρουν έτσι: Kρέας / παγωτό ~.
[λόγ. < γαλλ. flambé]



