Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φλαμίγκο το [flamíŋgo] Ο (άκλ.) : πουλί των τροπικών χωρών, ψηλό, με μακρύ, λεπτό λαιμό και μακριά πόδια και με ρόδινο ή κόκκινο πτέρωμα.
[αγγλ. flamingo (< πορτογαλ. < ισπαν. flamenco < λατ. flamma `φλόγα΄)]



