Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φλίπερ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φλίπερ το [flíper] Ο (άκλ.) : είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού που βρίσκεται κυρίως σε χώρους διασκέδασης των νέων και στο οποίο ο παίκτης προσπαθεί να επιτύχει το ανώτερο δυνατό σύνολο πόντων, κατευθύνοντας τη διαδρομή μιας μεταλλικής σφαίρας ανάμεσα από ηλεκτρισμένα εμπόδια, που η πρόσκρουσή της σ΄ αυτά βαθμολογείται αναλόγως. φλιπεράκι το YΠΟKΟΡ 1. (οικ.) φλίπερ. 2. (πληθ.) χώρος στον οποίο διασκεδάζει κάποιος παίζοντας φλίπερ· (πρβ. ηλεκτρονικά).

[λόγ. < γαλλ. flipper < αγγλ. flipper `μηχανοκίνητος μοχλός΄ (κατά τον αγγλ. τον.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go