Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιόρδ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιόρδ το [fiórδ] Ο (άκλ.) : στενός και βαθύς κόλπος που σχηματίζεται σε βραχώδεις απόκρημνες ακτές: Nορβηγικά / ολλανδικά ~.

[λόγ. < γαλλ. fjord (από τα νορβηγικά) (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go