Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιορίνι το [fxoríni] Ο44 : παλιό χρυσό ή ασημένιο νόμισμα.
[ιταλ. αρσ. fiorino, πληθ. fiorini που θεωρήθηκε ουδ. εν., επειδή απεικόνιζε μικρό κρίνο (fiore `λουλούδι΄, υποκορ. fiorino), αρχικά νόμισμα της Φλωρεντίας (< λατ. Florentia, λατ. flor- (flos) `λουλούδι΄)]



