Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλότιμο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλότιμο το [filótimo] Ο41 : 1. ιδιαίτερη, αυξημένη ευαισθησία, ως στοιχείο του χαρακτήρα κάποιου σε σχέση με την προσωπική τιμή, την αξιοπρέπειά του και γενικότερα με την εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι (η κοινωνία, το περιβάλλον) γι΄ αυτόν: Για ένα ~ ζει ο άνθρωπος. Tου έθιξε το ~, τον πρόσβαλε. H ελληνική λέξη “φιλότιμο” δεν έχει ακριβή μετάφραση στις ξένες γλώσσες. (έκφρ.) φέρνω κπ. στο ~, τον φιλοτιμώ. έρχομαι στο ~, φιλοτιμούμαι. 2. προθυμία, ευσυνειδησία στην εκτέλεση καθήκοντος, εργασίας: Δούλεψαν, εργάστηκαν με ~.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. φιλότιμος (πρβ. ελνστ. τό φιλότιμον `γενναιοδωρία΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλότιμος -η -ο [filótimos] Ε5 : α. που διαθέτει, που επιδεικνύει φιλότιμο. ANT αφιλότιμος: Είναι φιλότιμο και εργατικό παιδί. β. που γίνεται με φιλότιμο: Kατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες. φιλότιμα ΕΠIΡΡ.

[α: αρχ. φιλότιμος `που προσπαθεί, φιλόδοξος΄ (ελνστ. σημ.: `γενναιόδωρος΄)· β: λόγ. < αρχ. φιλότιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go