Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοτομαρισμός ο [filotomarizmós] Ο17 : (μειωτ.) αντίληψη και συμπερι φορά κάποιου, που συνίσταται στην υπερβολική και αποκλειστική φροντί δα για το άτομό του και για την καλοπέρασή του: Ο ~ του δεν τον αφήνει να δει τίποτα πέρα από τη ζωούλα του.
[λόγ. φιλοτομαρ(ιστής) -ισμός]



