Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φιλοσοφημένος -η -ο [filosofiménos] Ε3 μππ. του φιλοσοφώ : που αντιμετωπίζει τα πράγματα μέσα από έναν ιδιαίτερο, προσωπικά συγκροτημένο τρόπο σκέψης και θεώρησης, βασισμένο στη γνώση και στην εμπειρία: ~ άνθρωπος. Φιλοσοφημένα λόγια.
φιλοσοφημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του φιλοσοφώ]



