Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλοξενούμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοξενούμενος -η -ο [filoksenúmenos] Ε5 : που τον φιλοξενούν. || (συνήθ. ως ουσ.) ο φιλοξενούμενος, θηλ. φιλοξενούμενη, ο επισκέπτης, ο καλεσμένος: Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας. Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.

[λόγ. μπε. του φιλοξενώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go