Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλιέρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλιέρα η [filéra] Ο25α : ατσάλινο κοπτικό εργαλείο, με το οποίο διανοίγονται κοχλιώσεις (πάσα) στην εξωτερική επιφάνεια σωλήνων, μεταλλικών ράβδων κτλ.· βιδολόγος.

[ιταλ. filiera < γαλλ. filière]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go