Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλήδονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλήδονος -η -ο [filíδonos] Ε5 : 1. που αγαπάει τις σαρκικές ηδονές, που ρέπει προς αυτές: Φιλήδονη γυναίκα. 2. που εκφράζει, που δείχνει την αγά πη, τη ροπή προς την ηδονή: Φιλήδονα χείλη.

[λόγ. < ελνστ. φιλήδονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go