Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλάργυρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλάργυρος -η -ο [filárjiros] Ε5 : που αγαπάει υπέρμετρα, παθολογικά το χρήμα· φιλοχρήματος.

[λόγ. < αρχ. φιλάργυρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go