Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιδοτόμαρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιδοτόμαρο το [fiδοtómaro] Ο41 : το δέρμα του φιδιού· φιδοπουκάμισο.

[φίδ(ι) -ο- + τομάρ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες