Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιγούρα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγούρα η [fiγúra] Ο25 : (οικ.) 1. η μορφή, το σχήμα, το περίγραμμα κυρίως του ανθρώπινου σώματος ή προσώπου: Mέσα στην ομίχλη διέκρινε δύο ανθρώπινες φιγούρες, σιλουέτες. 2. τα πρόσωπα από χαρτόνι στο θέατρο σκιών: Οι φιγούρες του καραγκιόζη. 3. τα (τρία) τραπουλόχαρτα κάθε χρώματος που έχουν επάνω τους παραστάσεις προσώπων (ρήγας, ντάμα, βαλές). ANT λιμό: Σ΄ αυτό το παιχνίδι μού ήρθαν / πήρα πολλές φιγούρες. 4. ιδιαίτερη χορευτική παραλλαγή: Ξέρει όλες τις καινούριες φιγούρες. 5. (ναυτ.) το ακρόπρωρο και (συνήθ. πληθ.) τα γλυπτά στολίδια της πρύμνης των πλοίων. 6. η (θετική) εντύπωση από μια (καλή) εμφάνιση. ΦΡ κάνω ~, προκαλώ εντύπωση: Kάνει ~ με το καινούριο σπορ αμάξι του. για ~, για να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται : Tο ΄χει / το κάνει / το αγόρασε (μόνο) για ~.

[ιταλ. figura (3: γενοβ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγουράρω [fiγuráro] Ρ6α : (οικ.) προβάλλομαι εντυπωσιακά, φαντάζω, κατέχω εντυπωσιακή, περίβλεπτη θέση: Tο όνομά του φιγουράρει αυτό τον καιρό στις εφημερίδες. Φιγουράρει μεταξύ των μεγαλύτερων ηθοποιών / αθλητών / απατεώνων.

[ιταλ. figurar(e)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγουρατζής ο [fiγuradzís] Ο8 θηλ. φιγουρατζού [fiγuradzú] Ο37 : (προφ.) αυτός που του αρέσει να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται (με την εμφάνισή του, τα φερσίματά του κτλ.).

[φιγούρ(α) -ατζής· φιγουρατζ(ής) -ού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγουρατζίδικος -η -ο [fiγuradzíδikos] Ε5 : (προφ.) που αναφέρεται στο φιγουρατζή: Φιγουρατζίδικη εμφάνιση. φιγουρατζίδικα ΕΠIΡΡ.

[φιγουρατζ(ής) -ίδικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγουράτος -η -ο [fiγurátos] Ε3 : (οικ.) που προκαλεί εντύπωση, εντυπωσιακός: Φιγουράτο ντύσιμο / αυτοκίνητο.

[ιταλ. figurato ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες