Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιγουρατζής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιγουρατζής ο [fiγuradzís] Ο8 θηλ. φιγουρατζού [fiγuradzú] Ο37 : (προφ.) αυτός που του αρέσει να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται (με την εμφάνισή του, τα φερσίματά του κτλ.).

[φιγούρ(α) -ατζής· φιγουρατζ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go