Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φθογγόγραμμα το [fθoŋgóγrama] Ο49 : γράμμα ή, γενικότερα, σημάδι (σε πρωτόγονες γραφές), που δηλώνει περισσότερους από έναν φθόγγους.
[λόγ. φθόγγ(ος)1 -ο- + γράμμα]



