Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθινοπωριάζει
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φθινοπωριάζει [fθinoporjázi] Ρ2.1α : αρχίζει, έρχεται το φθινόπωρο: Tέλειωσε ο Aύγουστος κι άρχισε να ~.

[φθινόπωρ(ο) -ιάζει]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες