Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθείρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φθείρω [fθíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. έφθειρα, απαρέμφ. φθείρει, παθ. αόρ. φθάρθηκα και φθάρηκα, απαρέμφ. φθαρθεί και φθαρεί, μππ. φθαρμένος : καταστρέφω κτ. ή κπ. σιγά σιγά, σταδιακά, βαθμιαία. 1α. προξενώ υλική βλάβη, ζημιά: Tο κάπνισμα / το ποτό / το ξενύχτι / οι καταχρήσεις φθείρουν την υγεία. β. προξενώ διάβρωση, τρώω: H σκουριά / τα άλατα φθείρουν τα μέταλλα. 2. (για πρόσ.) χάνω σιγά σιγά το κύρος, τη φήμη, τη θετική γνώμη, μειώνομαι: H εξουσία φθείρει. H κυβέρνηση φθάρηκε από λαθεμένες ενέργειες / από τη μακροχρόνια παραμονή της στην εξουσία. 3. (μτφ.) προξενώ ηθική, πνευματική βλάβη: Οι κακές συναναστροφές φθείρουν τα (χρηστά) ήθη. 4α. κάνω κτ. να παλιώσει, να λιώσει, να τριφτεί, να χαλάσει εξαιτίας μακροχρόνιας, συνεχούς ή κακής χρήσης: Φθάρθηκαν τα ρούχα / τα χαλιά / τα πουκάμισα. Φθαρμένες σόλες παπουτσιών. Mην κυκλοφορείτε με φθαρμένα ελαστικά, είναι επικίνδυνο. β. χάνω το κύρος, τη σημασία, τη δύναμή μου: Έχουν φθαρεί πια οι λέξεις / οι έννοιες / οι θεσμοί. Φθαρμένες αξίες και ιδανικά.

[λόγ. < αρχ. φθείρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες