Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φεύγα
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φεύγα το [févγa] Ο (άκλ.) : ένα από τα πιο συνηθισμένα παιχνίδια στο τάβλι: Mε κέρδισε στις πόρτες αλλά τον κέρδισα στο πλακωτό και στο ~.

[ουσιαστικοπ. προστ. του φεύγω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φευγάλα η [fevγála] Ο25α : (οικ.) η φυγή.

[φεύγ(ω) -άλα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φευγαλέος -α -ο [fevγaléos] Ε4 : που διαρκεί πάρα πολύ λίγο και ύστερα χάνεται, παύει να υπάρχει. α. σύντομος, γρήγορος: Tου έριξε μια φευγαλέα ματιά, γρήγορη και όχι προσεκτική. β. παροδικός, στιγμιαίος και ανεπαίσθητος: Φευγαλέα λύπη. ~ πόνος. γ. ασαφής, αμυδρός: Φευγαλέα εντύπωση / ανάμνηση. φευγαλέα ΕΠIΡΡ.

[φεύγ(ω) -αλέος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φευγατίζω [fevγatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) φυγαδεύω.

[φευγάτ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φευγάτος -η -ο [fevγátos] Ε3 : 1. που ήδη έχει φύγει, που έχει αναχωρήσει: Έτρεξα να τον προλάβω αλλά ήταν ήδη ~. || που έχει διαφύγει, αποδράσει: H αστυνομία βρήκε την κρυψώνα του λαθρέμπορου· αυτός όμως ήταν ~. 2. (ως ουσ., προφ.) ο φευγάτος: α. αυτός που βρίσκεται, που ζει εκτός πραγματικότητας. β. τρελούτσικος, ιδιόρρυθμος.

[μσν. φευγάτος < φεύγ(ω) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go