Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φερφορζέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φερφορζέ το [férforzé] Ο (άκλ.) : σφυρηλατημένο σίδερο, το οποίο χρησιμοποιείται σε κατασκευές που συχνά έχουν στοιχεία διακόσμησης: Πολυθρόνες / καρέκλες / τραπεζάκια ~.

[λόγ. < γαλλ. fer forgé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες