Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φερμουάρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φερμουάρ το [fermuár] Ο (άκλ.) : μηχανισμός προσαρμοσμένος σε ρούχα, τσάντες, βαλίτσες κτλ., που αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές δοντιών, οι οποίες μέσο μιας μικρής συρόμενης λαβής κλείνουν (κουμπώνουν) μπαίνοντας η μια μέσα στην άλλη: Mεταλλικό / πλαστικό ~. Xάλασε το ~ της τσάντας και δεν ανοίγει. || (έκφρ.) βάζω ~ (στο στόμα μου), το κλείνω, δε μιλάω πια: Bάλε ~ στο στόμα σου, επιτέλους!

[λόγ. < γαλλ. fermoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες