Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φερμουΐτ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φερμουΐτ το [fermuít] Ο (άκλ.) : καθένα από τα τακάκια των δισκόφρενων.

[λόγ. < γαλλ. ferme (-ουίτ: < γαλλ. huite `οχτώ΄;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες