Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φερετροποιός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φερετροποιός ο [feretropiós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει ή και πουλάει φέρετρα.

[λόγ. φέρετρ(ον) -ο- + -ποιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go