Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φεμινίστρια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φεμινίστρια η [feminístria] Ο27 αρσ. φεμινιστής [feministís] Ο7 : οπαδός του φεμινισμού ως αντίληψης ή μέλος του αντίστοιχου κινήματος: Συγκέντρωση / διαδήλωση φεμινιστριών. Είναι φανατική ~.

[λόγ. < γαλλ. féministe (-iste = -ιστής, -ίστρια)· λόγ. φεμινίσ(τρια) -τής (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go