Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεγγοβόλημα το [feŋgovólima & fegovólima] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φεγγοβολώ· φεγγοβολιά: Tο ~ των αστεριών / της φλόγας || (μτφ.): Tο ~ του προσώπου.
[φεγγοβολη- (φεγγοβολώ) -μα]



