Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φεγγοβολιά η [feŋgovolá & fegovolá] Ο24 : (λογοτ.) ισχυρή λάμψη, ακτινοβολία, ζωηρό φως: H ~ των άστρων / του ήλιου / της φωτιάς. || (μτφ.): H ~ των ματιών / του προσώπου.
[φεγγοβολ(ώ) -ιά]



