Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φεγγαράδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φεγγαράδα η [feŋgaráδa & fegaráδa] Ο26 : το έντονο φως που ακτινοβολεί το (γεμάτο) φεγγάρι: Bγήκαμε βόλτα με τη ~.

[φεγγάρ(ι) -άδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go