Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαυλοκρατία η [favlokratía] Ο25 : η επικράτηση ανήθικων και διεφθαρμένων ανθρώπων ή και τρόπων, κυρίως στην άσκηση πολιτικής, διοίκησης ή διακυβέρνησης: H ~ φθείρει τους θεσμούς και τη λαϊκή εμπιστοσύνη.
[λόγ. φαύλ(ος) -ο- + -κρατία μτφρδ. γαλλ. voyoucratie (-cratie = -κρατία)]



