Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φασκομηλιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασκομηλιά η [faskomilá] Ο24 : φυτό ποώδες, με φαρμακευτικές ιδιότητες· φασκόμηλο.

[μσν. φασκομηλιά < φασκόμηλ(ο) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go