Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φασαμέν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φασαμέν το [fasamén] Ο (άκλ.) : παλαιότερης εποχής ματογυάλια με ειδική χειρολαβή.

[λόγ. < γαλλ. face-à-main]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες