Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φασίνα η [fasína] Ο25α : γενικό καθάρισμα ενός σπιτιού, ενός χώρου (κυρ. σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα): Είμαι πτώμα· σήμερα είχαμε ~ στο σπίτι.
[ιταλ. fascina `δεμάτι από κλαδιά ή ρίζες για προσάναμμα΄]



