Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρφάρας ο [farfáras] Ο3 : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια.
[τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]



