Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρφάρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαρφάρας ο [farfáras] Ο3 : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια.

[τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες