Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαρμακοθεραπεία η [farmakoθerapía] Ο25 : η θεραπεία που γίνεται με φαρμακευτικές ουσίες: Διέκοψα τη ~ και πήγα σ΄ ένα φυσιοθεραπευτή.
[λόγ. < γαλλ. pharmacothérapie < pharmaco- = φαρμακο- 1 + -thérapie = -θεραπεία]



