Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φαραωνικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαραωνικός -ή -ό [faraonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους φαραώ: Φαραωνικές δυναστείες. ~ τάφος.

[λόγ. < γαλλ. pharaonique < Ρharaon = Φαραώ (-ique = -ικός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go